ἀπορριπτέω
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
later for ἀπορρίπτω.
Spanish (DGE)
tirar, echar καρπόν X.HG 5.4.42, (τὰ σημεῖα) Plu.Caes.39, cf. Hierocl.Facet.80
•fig. en v. pas. πρὸς τοὐ[ν] αντίον κακόν Phld.Vit.12.8.
French (Bailly abrégé)
ἀπορριπτῶ :
seul. prés. et impf;
c. ἀπορρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορριπτέω: Xen., Plut. = ἀπορριπτω.