ἀποκριτικός
English (LSJ)
ἀποκριτική, ἀποκριτικόν,
A secretory, δύναμις τῶν περιττωμάτων ἀ. Gal.8.9; ἀ. δύναμις faculty of ejection, Olymp.in Mete.201.7; separative, Simp.in Ph.1190.22.
II proper to answers, Theon Prog.5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que separa ἀποκριτικὴν τῶν περιττωμάτων ... δύναμιν Gal.8.9, cf. Simp.in Ph.1190.22, Olymp.in Mete.201.7, πόροι Gr.Nyss.Eun.1.390.
2 que consiste en responder τῶν δὲ λογικῶν εἴδη δύο, ἀποφαντικὸν καὶ ἀ. Theo Prog.97.16, cf. 23.
German (Pape)
[Seite 309] absondernd, Medic., τινός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρῐτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἤ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποκρίνῃ, ν’ ἀποχωρίζῃ, νὰ ἀπορρέῃ, Γαλην. τ. 7, σ. 381.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποκριτικός, -ή, -όν)
φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει
2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός -
αρχ.
εκείνος που διαχωρίζει.