ἀπρόσληπτος
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
English (LSJ)
ἀπρόσληπτον, not taking or admitting a construction, A.D.Pron.14.15, Synt.63.21.
Spanish (DGE)
-ον
1 gram. que no admite una construcción ἄρθρων con artículo A.D.Pron.14.15, cf. Synt.63.21, Sch.Er.Il.1.175e, 508b, An.Ox.2.298, Theognost.Can.160.22.
2 en lit. crist. τὸ ἀ. lo no asumido τὸ γὰρ ἀ. ἀθεράπευτον Gr.Naz.Ep.101.32.
German (Pape)
[Seite 339] 1) nicht dazu nehmend, Suid. – 2) nicht dazu genommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσληπτος: -ον, ὁ μὴ προσληφθείς, Ἰωάν. Δαμασκ. Ὀρθόδ. Πίστ. 3. 6, σ.197. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσλαμβάνων, ἀπρόσληπτοί εἰσιν ἄρθρων Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 16C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπρόσληπτος, -ον) προσλαμβάνω
αυτός που δεν έχει προσληφθεί
αρχ.
αυτός που δεν προσλαμβάνει, δεν παίρνει κάτι.