ἀπότευγμα
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ατος, τό, failure, Arist.VV1251b20, Phld.Rh.1.67S., Vit.p.35J., D.S.1.1, Cic.Att.13.27.1, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fallo, desacierto, fracaso, ἀπότευγμα δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia Arist.VV 1251b20, ἀπότευγμα formido e.e. temo el fracaso Cic.QF 3.2.2, cf. Att.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.Rh.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.Vit.p.35, cf. Plu.2.468a.
German (Pape)
[Seite 330] τό, das verfehlte Unternehmen, unglücklicher Ausgang, Cic. fam. 9, 21 Att. 13, 27 D. Sic. 1, 1 Plut. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότευγμα: ατος τό Arst., Diod., Plut. = ἀπότευξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ κακ. 7.5, Διόδ. 1. 1, Κικ. π. Ἀττ. 13. 27.
Greek Monolingual
ἀπότευγμα, το (Α) αποτυγχάνω
η αποτυχία.