Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Ar. and P. ζωμός, ὁ, P. ἔμβαμμα, τό (Xen.).