Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
P. and V. τυρός, ὁ, V. τυρεύματα, τά.
the Market for fresh: P. ὁ χλωρὸς τυρός (Lys. 1678).