εἰσάντα
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
Adv. right opposite: ἐσάντα ἰδών looking in the face, Il.17.334; ἰδεῖν Od.11.143; εἰ. ἰδέσθαι 5.217:—also εἰσάνταν B.5.110.
Spanish (DGE)
(εἰσάντᾰ) • Alolema(s): ἐσ- Il.17.334, Od.11.143, Hes.Fr.25.10, 193.3; εἰσάνταν B.5.110
adv. enfrente, de frente ἔγνω ἐ. ἰδών Il.l.c., cf. Od.l.c., cf. 5.217, Hes.Fr.ll.cc., ὅστις εἰ. μόλοι B.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάντα: ἢ εἴσαντα, ἐπίρρ. κατὰ πρόσωπον, ἔγνω ἐσάντα ἰδὼν Ἰλ. Ρ. 334· οὐδ’ ἑὸν υἱὸν ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν Ὀδ. Λ. 143· εἰσάντα ἰδέσθαι Ε. 217· εἴσαντ’ ἂν μόλοι Βακχυλ. V. 110 (ἔκδ. Kenyon), κατὰ Βλάσσιον εἰσάνταν (εἰσάντ’ ἂν) μόλοι.