ἄπλουτος
English (LSJ)
ον, without riches, S.Fr.835; ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr. VA6.36; ἄ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.78.
Spanish (DGE)
-ον
no rico, pobre ἄ. ἐν τιμαῖς ἀνήρ S.Fr.835, ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.86f, ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr.VA 6.36, διαίτη Plu.2.354a.
German (Pape)
[Seite 293] ohne Reichthum, Soph. fr. 718; ἄπλ. πλοῦτος Theophr. bei Plut. de cup. div. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans richesse ; πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάζεσθαι PLUT faire que la richesse n’en soit pas une, càd annuler la richesse.
Étymologie: ἀ, πλοῦτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλουτος: -ον, ἄνευ πλούτου, Σοφ. Ἀποσπ. 718· ἀβρός καὶ οὐκ ἄπλ. Φιλόστρ. 273· ἄπλ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, πρβλ. 2. 527Β· 679Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)
ο χωρίς πλούτο
αρχ.
φρ. «ἄπλουτος πλοῦτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).
Greek Monotonic
ἄπλουτος: -ον, αυτός που δεν έχει πλούτη, σε Σοφ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλουτος: лишенный богатства, небогатый (ἀνήρ Soph.; δίαιτα Plut.): πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι Plut. лишить богачей их богатства.
Middle Liddell
without riches, Soph., Plut.