ἔγκρισις

Revision as of 17:16, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐγκρίνω) A approval, judgement, IG9(2).338.17 (Epist. Flaminini). 2 examination of athletes before admitting them to a contest, Luc.Pr.Im.11, Artem.1.59, Aristid.Or.29(40).18 (pl.). II junction, meeting, ἡ ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔ. Alciphr.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 decisión ἐκ τῶν ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων ἐγκρίσεων IG 9(2).338.17 (Tesalia II a.C.).
2 selección τῶν ἀθλητῶν para una competición, Luc.Pr.Im.11, cf. Artem.1.59, Aristid.Or.29.18.
3 medic. examen, reconocimiento μετὰ δὲ τὴν ἔγκρισιν Aët.7.35.
4 ἱερὸς ἀγών Sud.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, 1) Zulassung durch Wahl, bes. zum Wettkampfe (vgl. ἐγκρίνω), Luc. pro imag. 11; Artemidor. 1, 59. – 2) Bei Alciphr. 1, 39 die Stelle, wo die Schenkel u. der Hinterbacken zusammenstoßen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
admission après examen à un concours, à une lutte.
Étymologie: ἐγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκρισις: -εως, ἡ, (ἐγκρίνω) ἐπιδοκιμασία, ἀποδοχή, ἔγκρισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) ἐξέτασις ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, συνένωσις, τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.

Greek Monotonic

ἔγκρῐσις: -εως, ἡ, έγκριση, άδεια εισόδου σε αθλητικό αγώνα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκρῐσις: εως ἡ отборочное испытание (τῶν ἀθλητῶν Luc.).

Middle Liddell

ἔγκρῐσις, εως [from ἐγκρί¯νω]
admission to the contest, Luc.