έγκριση

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔγκρισις)
επιδοκιμασία, επικύρωση («ενήργησε μετά από έγκριση τών αρμοδίων»)
νεοελλ.
έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται ότι εγκρίνεται κάτι
αρχ.
1. (για αθλητές) εξέταση, παραδοχή με εκλογή
2. το σημείο όπου ενώνεται ο μηρός με τον γλουτό.