έγκριση
From LSJ
η (AM ἔγκρισις)
επιδοκιμασία, επικύρωση («ενήργησε μετά από έγκριση τών αρμοδίων»)
νεοελλ.
έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται ότι εγκρίνεται κάτι
αρχ.
1. (για αθλητές) εξέταση, παραδοχή με εκλογή
2. το σημείο όπου ενώνεται ο μηρός με τον γλουτό.