διασκαριφάομαι

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.
II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφωδιαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.

Russian (Dvoretsky)

διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).