διαγράφω
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
A mark out by lines, delineate, τὴν πόλιν Pl.R. 500e; διαγράφω λόγῳ map out, Id.Lg.778a; διαγράφω τινά describe a person, Philostr.VS2.2.7, Her.2.1: abs., Plu.Nic.23, etc.
b διαγράφω γραμμήν draw a line between, Pl.Com.153.2.
2 draft a law, etc., D.H.6.88:—Pass., συνθηκῶν διαγραφεισῶν Plb.1.62.7.
II draw out a list of, προτάσεις Arist.APr.46a8 (Pass.), Rh.1378a28, cf. PRev.Laws13.2.
III enroll, levy, στρατιώτας Plb.6.12.6.
b of things, fix by written ordinance, τὸ πλῆθος τὸ διαγραφὲν ἀποτινέτω PRev.Laws43.7 (iii B. C.).
IV draw a line through, cross out, erase, Pl.R. 387b; διαγράφω τινά strike off a person's name, E.El.1073; διαγράφω δίκην, of the magistrates, strike a cause out of the list, Ar.Nu.774 (Pass.), cf. Lys.17.5 codd., D.48.26 (but in SIG2.511.28,47 (Pass.), prob. to be entered in the list):—Med., διαγράψασθαι δίκην, of the plaintiff, give up a cause, withdraw it, Lys.Fr.195 S., D.20.145.
2 cancel, rescind, δόγμα Plu.Mar.4; rule out, exclude, τὰ ἄλογα τῶν ζῴων Porph.Abst.3.1.
3 reduce, degrade, θεοὺς εἰς ὀνόματα στρατηγῶν Plu.2.360a, cf. 377d, 757b.
V write an order for, ὀψωνισμοὺς τοῖς στρατιώταις D.H.5.28, cf. SIG410.16 (Pass.); pay by banker's draft, UPZ114, IG11(2).287 A135 (Delos, iii B. C.), etc.; simply, pay, στατῆρας ἑκατόν Milet.3.147.12, cf. SIG577.9, PRev.Laws32.11 (iii B. C.), PTeb.100.3 (ii B. C.), LXX 2 Ma.4.9.
VI distribute, χώρας Plu.Pomp.31; σατραπείας D.S.18.50.
Spanish (DGE)
• Morfología: perf. ind. διαγεγράφηκα PZen.Col.121.1 (III a.C.), Ostr.6, 7, 10 (todos I d.C.)
I 1trazar, dibujar, delinear γραμμὴν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς parte de un juego de chicos, Pl.Com.168.2, mediante un croquis διαγράψεις ἐπ' αὐτήν (πλίνθον) πόλιν LXX Ez.4.1, διαγραψάτωσαν αὐτὴν (τὴν γῆν) ... καθὰ δεήσει διελεῖν αὐτήν para parcelar, LXX Io.18.4, ἔπεμπε τινας δ. τὸ στρατόπεδον envió un destacamente para que delimitase la ubicación del campamento App.Pun.40, Ἰδαίην ἀροτῆρι διαγράψας κόνιν ὁλκῷ (trazó una ciudad) marcando el polvo del Ida con el surco del arado Nonn.D.3.192, cf. 5.75, Νὺξ οὐρανὸν ἀστερόεντα διαγράψασα χιτῶνι Nonn.D.18.161, ἠέρος ἄκρα κέλευθα διαγράψασα πεδίλῳ trazando los senderos del aire con su sandalia Nonn.D.2.206, en v. pas. τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα las figuras dibujadas en las cuadros anatómicos Arist.HA 566a15
•peyor. pintar, pintarrajear ἡ μὴ χρώματι διαγράφουσα τὸ πρόσωπον Chrys.M.62.524.
2 planear, diseñar el estado ideal οὐκ ἄν ποτε ἄλλως εὐδαιμονήσειε πόλις, εἰ μὴ αὐτὴν διαγράψειαν οἱ τῷ θείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι un estado en modo alguno podría ser dichoso a menos que su plano esté diseñado por los dibujantes que se apoyan en el modelo divino Pl.R.500e, cf. Lg.778a
•trazar, imaginar ἄχρι τεῦ, ἆ δείλαιε ... θυμέ, ἄλλοις ἄλλ' ἐπ' ὄνειρα διαγράψεις ἀφένοιο; ¿hasta cuándo, desdichado corazón, trazarás sueño tras sueño de riqueza?, AP 9.234 (Crin.).
3 describir oralmente o por escrito ποταμοῦ μέγεθος ἢ ὄρους κάλλος Arist.Mu.391a18, τὸν οἶκον καὶ τὰς ἐξόδους αὐτοῦ LXX Ez.43.11, διαγράφει δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρώδης ἐν μιᾷ τῶν πρὸς τὸν Ἰουλιανὸν ἐπιστολῶν Philostr.VS 552, τοῦτον τὸν τόπον οἱ παλαιοὶ μυστικῶς καὶ σκοτεινῶς διέγραψαν, ἡμεῖς δὲ τηλαυγέστερον Vett.Val.53.18, οὐκ ἦν γὰρ τοιοῦτος ὁ Καπανεὺς οἷον ὁ καλὸς Χρύσιππος διαγράφει Ath.159a, c. interr. indir. πῶς Ἀχιλλεὺς ἀπέθανεν Arr.Epict.3.23.35, τίς ἐστιν ὁ ἔχων τοῦτο τὸ πῦρ ἐν τῇ καρδίᾳ Origenes Hom.20.9 in Ier.(p.191)
•explicar, exponer διεγράψαμεν δὲ πρότερον πῶς τὴν ἀκολασίαν ὀνομάζοντες μεταφέρομεν anteriormente hemos explicado ya, de modo esquemático, cómo aplicamos análogamente el término ‘intemperancia’ Arist.EE 1230b12, ὥσπερ καὶ ἐν τῇ διαιρέσει τῶν ἐναντίων διεγράψαμεν Arist.Metaph.1054a30, ὡς Αὐτοκλείδης διέγραψεν ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς Plu.Nic.23, en v. pas. κάκιστα δὲ τὰ μέλανα, ὡς διαγέγραπται los peores (esputos) son los negros, como ya ha sido descrito Hp.Prog.14, cf. 24
•redactar, escribir τὸν νόμον D.H.6.88, en v. pas. τοιοῦτων τινῶν συνθηκῶν διαγραφεισῶν· ... mediante un tratado redactado como sigue: ... Plb.1.62.7.
4 anotar, apuntar, registrar en una lista (cf. διαγραφή I 3)
•de donde tb. prescribir, asignar (cf. 5), sólo en v. pas. προσπέπτωκέ μοι τὴν διαγεγραμμένην γῆν εἰς κνῆκον ... κατεσπαρκέναι σίτῳ ha llegado a mis oídos que habéis sembrado con cereales tierra registrada para (ser sembrada con) azafrán, SB 4639b.ue.43 (III a.C.), τοῦ δὲ διαγραφέντος σπαρῆναι σησάμου καὶ κρότωνος PRev.Laws 43.20 (III a.C.), ἐὰν δὲ ... μὴ παράσχηται τοὺς γεωργοὺς ἐσπαρτηκότας τὸ πλῆθος τὸ διαγραφέν PRev.Laws 43.7 (III a.C.)
•alistar, reclutar τοὺς στρατιώτας Plb.6.12.6, ἡνίκα δὲ οἱ πολῖται βούλονται ἑαυτοὺς διαγράψαι τυχὸν ἢ εἰς ἔργον δημόσιον ἢ εἰς σιτωνίαν Cod.Iust.12.63.2.4, cf. 5.
5 distribuir, repartir, asignar διέγραψε τῶν ἀξιολόγων φίλων οἷς μὲν σατραπείας, οἷς δὲ στρατηγίας D.S.18.50, χώρας τῆς αἰχμαλώτου καὶ δωρεὰς ἄλλας οἷς ἐβούλετο Plu.Pomp.31, en v. pas. τῶν τοῖς παρ' Ἑρμοκράτει ταττομένοις στρατιώταις (?) διαγραφέντων χρημάτων ὑπ' Ἀθηναίου IEryth.24.16 (III a.C.), διαγεγραμμένων σχεδὸν ἁπάντων τῶν βασιλικῶν Plu.Alex.15.
6 prescribir, ordenar (cf. διάγραμμα II 2 b)) solo en v. pas. τὰ [ὤ] νια μὴ πλείονος πωλῆται τῶν διαγεγραμμένων τιμῶν PTeb.703.174 (III a.C.), αἱ διαγεγραμμέναι ἀγοραί PTeb.703.81, cf. 92 (III a.C.).
II 1tachar, borrar, suprimir versos inconvenientes en Homero, Pl.R.387b, οὐ πᾶσιν ὡμολόγει τοῖς ἐκείνου, ἀλλ' ἔστιν ἃ καὶ διέγραφεν οὐκ ὀρθῶς εἰρημένα no estaba de acuerdo con todos sus escritos, sino que hay cosas que suprimió por no estar expresadas correctamente Philostr.VS 621, ταῦτα δ. Ἡσιόδου Aristid.Or.28.24, cf. 11, de una lista γυνὴ δ' ἀπόντος ἀνδρὸς ἥτις ἐκ δόμων ἐς κάλλος ἀσκεῖ διάγραφ' ὡς οὖσαν κακήν a la esposa que cuida de su belleza en ausencia del marido bórrala del número de las honestas E.El.1073, μὴ διάγραφε τὰς Χάριτας τοῦ καταλόγου τῶν θεῶν Lib.Ep.221.4, (με) διαγράψειν ... τοῦ πατρῴου κλήρου Them.Or.20.233d, δ. ἡμᾶς τοῦ χοροῦ τῶν ἱερέων excluirme del rango sacerdotal Synes.Ep.105, τὰ ἄλογα διαγράφουσι τῶν ζῴων excluyen a los animales irracionales (del derecho a la justicia), Porph.Abst.3.1
•jur. tachar, anular, cancelar τῶ γραμματέως τῶ δ[ι] αγράψαντος αὐτὰς (τὰς ὑπεραμερίας τὰς κὰτ τᾶς πόλιος) IG 7.3172.135, cf. 123 (Orcómeno III a.C.), τὸ δόγμα Plu.Mar.4, δ.· διαξύειν. ἀπαλείφειν. ἀκυροῦν Hsch., en v. pas. διαγράφη τὰς οὑπεραμερίας τὰς Νικαρέτας ... τὰς κατ' τᾶς πόλιος IG 7.3172.176 (Orcómeno III a.C.)
•esp. en Atenas ref. pleitos, demandas, denuncias, etc. tachar, anular, sobreseer τὴν ἀμφισβήτησιν D.48.26, τὴν δίκην οἱ εἰσαγωγεῖς Poll.8.38, en v. pas. πεντετάλαντος διαγέγραπταί μοι δίκη Ar.Nu.774, ἡ φάσις D.58.8, cf. 48.26, ἡ μὲν λῆξις τοῦ κλήρου διεγράφη, ἡ δὲ τῶν ψευδομαρτυρίων δίκη εἰσῄει Is.5.17, ἄγραπτος δὲ δίκη ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα Poll.8.57
•en v. med. hacer sobreseer, hacer tachar διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys.17.5.
2 pagar εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια LXX Es.3.9, cf. 2Ma.4.9, διαριθμῶν τοὺς στρατιώτας καὶ διαγράφων αὐτοῖς τοὺς ὀψωνιασμούς D.H.5.28, ὃν ... διαγράφειν ἐπιχειροῦσι χρυσόν pretenden que pague un tributo en oro Gr.Naz.Ep.9.3
•esp. pagar por banco, abonar mediante giro o transferencia δ. δὲ τοῖς ἐπὶ τῆς δημοσίας τραπέζης παραχρῆμα στατῆρας ἑκατόν Milet 1(3).147.12 (III a.C.), cf. 145.9 (III/II a.C.), SEG 33.1039.52, cf. 59 (Cime II a.C.), διάγραψον Διοδώρῳ γραμματεῖ ὀψώνιον τοῦ Φαμενὼθ χαλκοῦ (δραχμὰς) ιε PZen.Col.45.2 (III a.C.), τὸ δὲ τέλεσμα τὸ εἰς τὴν στήλην διαγραψάτωσαν οἱ ταμίαι τῷ ... πρεσβευτῇ ἀπὸ τῶν κοινῶν προσόδων IAssos 8.37 (II a.C.), οὐ διαγεγραφηκότες τὰ προσοφειλόμενα πρὸς τὴν μίσθωσιν τοῦ παραδείσου PZen.Col.l.c., cf. UPZ 114.1.21 (II a.C.), (δραχμὰς) ια, ἃς διαγεγράφασιν ἐπὶ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν PRyl.575.10 (III a.C.), cf. PRev.Laws 32.11 (III a.C.), POxy.3558.9 (II d.C.), PBaden 19.28 (II d.C.), ἱκανοὺς φόρους διαγράφοντι εἰς τὸν κυριακὸν λόγον PMich.174.13 (II d.C.), en v. pas. τοὺς δὲ διαγραψαμένους τὰ διάφορα ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ἐν τῷ βουλευτηρίῳ SEG 33.1039.59, cf. 54 (Cime II a.C.), ἀπὸ τοῦ διαγραφέντος αὐτῷ ὀψονίου διὰ τῆς ἐν Φιλ(αδελφείᾳ) τραπέζης PZen.Col.89.2 (III a.C.), τοὺς δ' ἀργυρικοὺς φό[ρους] εἰς τὸ βασιλικὸν διαγράφεσθαι BGU 1216.101 (II a.C.), cf. PZen.Col.76.16 (III a.C.)
•frec. en recibos de impuestos, con distintos giros διαγέγραφας δι' ἐμοῦ τὸ ἔλαιον τοῦ νδ (ἔτους) χαλ(κοῦ) (δραχμὰς) ο PTeb.100.3 (II a.C.), διαγέγραφεν ἐπὶ τὴν ἐν Διὸς πόλει ... τράπεζαν ὑπὲρ οἰνικῆς λογείας λθ (ἔτους) ... ἀργ(υρίου) δραχμὰς τριάκοντα ἕξ OLeid.379 (I d.C.), cf. Ostr.1371 (I d.C.), διαγέγρα(φεν) ἐπὶ τὴν Κεφάλου τράπ(εζαν) ... ὑπὲρ ἀπόρων ἀργ(υρίου) (δραχμὰς) πέντε OBodl.765.1 (I a.C.), διαγέγρα(φε) διὰ τῆς Ἑρμ(ίου) τρα(πέζης) ὑπ(ὲρ) τιμ(ῆς) ... OBodl.195.1 (I a.C.), διαγέγρα(φε) ... ὑπ(ὲρ) τέλ(ους) γερδ(ίων) ... (δραχμὰς) δ OCair.GPW 87 (I d.C.), cf. OOsl.7 (I d.C.), OAshm.Shelton 7 (I d.C.), OClaud.14 (II d.C.), διέγρ(αψεν) ... πράκτ(ορσιν) ... λαογρα(φίας) ... ἄλλας δραχ(μὰς) ὀκτώ OLund.6.2 (III d.C.), cf. OElkab gr.83 (II d.C.), διέγραψεν ... ὑπὲρ λαογ(ραφίας) ἐπὶ λόγ(ου) (δραχμὰς) ὀκτώ OTebt.Pad.21 (III d.C.).
French (Bailly abrégé)
I. (dessin) :
1 dessiner, faire le plan de, acc.;
2 tirer une ligne à travers ; raturer, rayer, effacer : δόγμα PLUT rayer, càd annuler un décret;
II. (écriture) :
1 rédiger les articles ou les clauses (d'une loi, d'une convention, etc.);
2 dresser la liste de, acc.;
3 p. ext. décrire par le style ou par la parole;
III. écrire de côté et d'autre ; distribuer par décrets ou par brevets : χώρας PLUT des provinces.
Étymologie: διά, γράφω.
German (Pape)
1 mit Linien umziehen, eine Zeichnung, ein Schema entwerfen, vom Maler, Plat. Rep. VI.500e; auch λόγῳ, beschreiben, Legg. VI.778a; so Sp., beschreiben, z.B. Ael. V.H. 3.1.
2 nieder-, aufschreiben, Plut. Nic. 23; νόμον Dion.Hal. 6.88; τῶν συνθηκῶν διαγραφεισῶν Poll. 1.62.7; στρατιώτας, ausheben, conscribere, 6.12.6.
3 zu-, verteilen, καὶ καταναλόω Plut. Alex. 15; DS. 18.50.
4 am gew. durch-, ausstreichen, vernichten, Ar. Lys. 676; vgl. Eur. El. 1072; τὸν βίον Plat. Ax. 366c; öfter bei Sp.; δίκη διαγέγραπται, Ar. Nub. 764, ist für nichtig erklärt, zurückgewiesen; vgl. Lys. 17.5; Dem. 58.8 (διαγράφειν, vom Vorsteher des Gerichtshofes, διαγράφεσθαι, von den Parteien, einen Prozeß aufgeben, Dem. Lept. 145; Harp. erkl. ἀνελέσθαι τὸ ἔγκλημα, vgl. Meier und Schömann att. Prozeß p. 27); τὸ δόγμα Plut. Mar. 4.
5 nach Harp. διὰ τραπέζης ἀριθμεῖν, Geld durch Anweisung zahlen, überhaupt auszahlen, τοῖς στρατιώταις τοὺς ὀψωνιασμούς Dion.Hal. 5.28.
Russian (Dvoretsky)
διαγράφω: (ᾰ)
1 чертить, вычерчивать (τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.);
2 изображать в виде чертежа, набрасывать (πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.);
3 описывать (λόγῳ Plat.);
4 вычеркивать из списка (τοὺς ἱππέας Arph.); перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать (τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.);
5 отменять, аннулировать (διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.);
6 тж. med. юр. прекращать: διαγέγραπταί μοι δίκη Arph. мое дело прекращено; διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. они подали возражение против моего иска;
7 составлять перечень, перечислять (τὰς προτάσεις Arst.);
8 составлять, сочинять (συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.);
9 воен. производить набор, набирать (στρατιώτας Polyb.);
10 расписывать, распределять, разверстывать (τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.); назначать, распределять (χώρας καὶ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγράφω: μέλλ. -ψω, σημειῶ διὰ γραμμῶν, χαράττω, σχεδιάζω, Λατ. delineare, τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 500E· ὡσαύτως, δ. λόγῳ, περιγράφω, ὁ αὐτ. Νόμ. 778A· οὕτως ἀπολ., Πλούτ. Νικ. 23, κτλ.· διαγρ. γραμμήν, σύρω γραμμὴν μεταξύ, Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2. II. σχεδιάζω, κάμνω κατάλογόν τινος τὰς προτάσεις Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 30, 1, Ρητ. 2. 1, 9. III. γράφω εἰς κατάλογον, ἐγγράφω, στρατολογῶ, στρατιώτας, Λατ. conscribere milites, Πολύβ. 6. 12, 6. IV. σύρω γραμμὴν διὰ μέσου τινός, ἐξαλείφω αὐτὸ ἐκ τοῦ καταλόγου, Λατ. circumscribere (πρβλ. διαγραφὴ IV), Ἀριστοφ. Λυσ. 676, Πλάτ. Πολ. 387B, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 1073· -δ. δίκην, ἐξαλείφω δίκην τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου, ἀπαλείφω, Ἀριστοφ. Νεφ. 774, πρβλ. Λυσ. 148. 34, Δημ. 1324. 12· ἐν τῷ μέσ. (ἐπὶ τῶν διαδίκων), διαγράψασθαι δίκην, ἐγκαταλείπω δίκην τινά, ἀκυρῶ, ἀποσύρω αὐτήν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Δημ. 501. 20, πρβλ. Ruhnk. Τίμ., Hemst. Θωμ. Μ. σ. 211, Bremi Λυσ. π. δημ. ἀδικ. 5. V. πληρώνω δι’ ἰδιο χείρου ἀποδείξεως, πληρώνω χρέος τι, Λατ. perscribere, Διον. Ἁλ. 5. 28, Συλλ. Ἐπιγρ. 4864 - 4890.
Greek Monolingual
(AM διαγράφω)
1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές
2. εκθέτω συνοπτικά
3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω
αρχ.
1. περιγράφω
2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» — απαλείφω δίκη από τον κατάλογο
3. (για διαδίκους) «διαγράφομαι δίκην» — αποσύρω δίκη
4. καταργώ, ακυρώνω
5. καταρρίπτω, περιστέλλω, υποβιβάζω.
Greek Monotonic
διαγράφω: μέλ. -ψω,
I. χαράζω, καθορίζω όρια με γραμμές, σχεδιάζω, σε Πλάτ.
II. σύρω γραμμή μεταξύ, διαγράφω, σβήνω από τον κατάλογο, στον ίδ.· δ. δίκην, απαλείφω μία δίκη απ' τον κατάλογο, ακυρώνω, εξαλείφω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to mark out by lines, delineate, Plat.
II. to draw a line through, cross out, strike off the list, Plat.; δ. δίκην to strike a cause out of the list, cancel, quash it, Ar.