θαλύσιος

From LSJ
Revision as of 10:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

German (Pape)

[Seite 1185] zu dem Feste der Thalysien (s. θαλύσια) gehörig, ἄρτος Ath. III, 114 a, das aus dem ersten Korne der neuen Erndte gebackene Brot.

French (Bailly abrégé)

ὁ - ἄρτος,
pain fait avec les prémices de la récolte et offert à Déméter.
Étymologie: θάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

θαλύσιος: ον = θάργηλος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 114Α.

Greek Monolingual

θαλύσιος, ό (Α)
φρ. «θαλύσιος ἄρτος» — ο άρτος που παράγεται από τους πρώτους καρπούς της συγκομιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλύς (< θ. θαλ- του θάλλω)].