πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
v. κάμνω.
κέκμηκα: pf. к κάμνω.
κέκμηκα: πρκμ. τοῦ κάμνω.
κέκμηκα: παρακ. του κάμνω· Επικ. μτχ. κεκμηώς, -ῶτος.