καταρέομαι
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
German (Pape)
[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καταράομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.
Greek Monolingual
καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.
Greek Monotonic
κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.