κατελεύσομαι

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.