Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185
French (Bailly abrégé)
fut. de μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μάσομαι: fut. к μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
Greek Monotonic
μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.