συνεπικρύπτω

Revision as of 22:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.

French (Bailly abrégé)

cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικρύπτω helpen te verbergen of verhullen.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρύπτω: вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.).

Greek Monolingual

Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.

Greek Monotonic

συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.

Middle Liddell

fut. ψω
to help to conceal, Plut.