εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
(AM ἐπικαλύπτω)σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμανεοελλ.καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύωαρχ.1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)2. επισκοτίζω.