τριτόσπορος

Revision as of 22:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ον, sown for the third time, τ. γονή the third generation, Id.Pers.818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré au troisième degré, càd de la troisième génération.
Étymologie: τρίτος, σπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτόσπορος -ον [τρίτος, σπονδή] voor de derde maal gezaaid, van de derde generatie.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτόσπορος: порожденный в третий раз: τ. γονή Aesch. третье поколение.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τριτόσπορος γυνή» — η τριτή γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό-σπορος].

Greek Monotonic

τρῐτόσπορος: -ον (σπείρω), σπαρμένος για τρίτη φορά, τριτόσπορος γονή, η τρίτη γενειά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτόσπορος: -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. γονή, ἡ τρίτη γενεά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.

Middle Liddell

τρῐτό-σπορος, ον, σπείρω
sown for the third time, τρ. γονή the third generation, Aesch.