ἀκροβελής

Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, with point at end, AP6.62 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l'extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.

Greek Monotonic

ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

βέλος
with a point at the end, Anth.