ἀμπελουργεῖον
English (LSJ)
τό, vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.
Spanish (DGE)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἀμπελών.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.
Greek Monolingual
ἀμπελουργεῖον, το (Α) ἀμπελουργός
αμπελώνας.