ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
patience: P. καρτέρησις, ἡ, καρτερία, ἡ.
pardon: P. and V. συγγνώμη, ἡ. V. σύγγνοια, ἡ.