ἐθελοπονία

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπονία:охота к труду, трудолюбие Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.

Greek Monolingual

ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.