ὀγκητής

From LSJ
Revision as of 21:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

German (Pape)

[Seite 290] der Brüllende, der Schreier, bes. der Esel, nach Schaefer's Behauptung für ὀγκηστής zu lesen.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui brait.
Étymologie: ὀγκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκητής: οῦ adj. m кричащий, ревущий (ὄνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

Greek Monotonic

ὀγκητής: -οῦ, ὁ (ὀγκάομαι), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο γάιδαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀγκητής, οῦ, ὁ, ὀγκάομαι
a brayer, i. e. an ass. Anth.