implant
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. ἐντιθέναι (τί τινι), ἐντίκτειν (τί τινι), ἐμβάλλειν (τί τινι), P. ἐμφυτεύειν (τι), ἐμποιεῖν (τινί τι), παριστάναι (τί τινι), V. ἐνορνύναι (τινί τι). Implanted: use adj., P. and V. ἔμφυτος. Be implanted, v.: P. and V. ἐμφύεσθαι. So deeply is love of life implanted in men: V. οὕτως ἔρως βροτοῖσιν ἔγκειται βίου (Eur., Frag.).