inextricable
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄπορος, ἀμηχανος (rare P.), V. ἄπειρος, ἀτέρμων. Indissoluble: P. ἄλυτος (Plat.), ἀδιάλυτος (Plat.), V. ἄρρηκτος, δύσλυτος, δυσεξήνυστος.
Spanish > Greek
δυσέλικτος, δυσεξέλικτος, δυσερεύνητος, δυσέκπλοκος, δυσχώρητος, ἀτέρμων, ἄπειρος, ἀπείριτος, ἀπείρων