Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
P. and V. ἔργον, τό, πρᾶγμα, τό, P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ.
put up job: P. παρασκευή, ἡ.