ματαιοπονία
English (LSJ)
ἡ, labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.
Russian (Dvoretsky)
μᾰταιοπονία: ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
Greek Monolingual
η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.
Greek Monotonic
μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
Middle Liddell
μᾰταιοπονία, ἡ,
labour in vain, Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]
German (Pape)
ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. d.Mort. 10.8; S.Emp. pyrrh. 2.206.