μελαγκόρυφος

Revision as of 16:16, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, either
A blackcap warbler, Motacilla atricapilla, or a kind of titmouse, Ar.Av.887, Arist.HA592b22,616b4; αἱ συκαλίδες καὶ οἱ μ.… μεταβάλλουσιν εἰς ἀλλήλους ib.632b31, cf. Plin.HN10.86, Gp.15.1.23.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch, Ar. Av. 887, Arist. H. A. 7, 3. 9, 15, Ath. II, 65 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête noire ; subst.μελαγκόρυφος sorte de fauvette, oiseau.
Étymologie: μέλας, κορυφή.

Russian (Dvoretsky)

μελαγκόρῠφος: ὁ зоол. черноголовка (птица Motacilla atricapilla) Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκόρῠφος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον τὴν κορυφὴν μέλαιναν, κοινῶς «καλογρήτσα», Motacilla atricapilla L.· ἢ (κατὰ τὸν Sundevall) Parus palustris, Ἀριστοφ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5., 9. 15, 2· κατὰ τὸν Πλίν. 10. 44, ἦτο τὸ πτηνὸν τὸ καλούμενον ficedula (συκαλίς), ἐδίδετο δὲ εἰς αὐτὸ τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα κατὰ τὸν καιρὸν τῶν σύκων.

Greek Monolingual

μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM)
1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή του κεφαλιού μαύρη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι
ἄμεινον δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς
τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κορυφή (πρβλ. τρικόρυφος)].

Greek Monotonic

μελαγκόρῠφος: ὁ (κορυφή), είδος πτηνού με μαύρο κεφάλι και ράχη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μελαγ-κόρῠφος, ὁ, κορυφή
the blackcap, Ar.