τρικόρυφος

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠφος Medium diacritics: τρικόρυφος Low diacritics: τρικόρυφος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: trikóryphos Transliteration B: trikoryphos Transliteration C: trikoryfos Beta Code: triko/rufos

English (LSJ)

τρικόρυφον, three-pointed or three-topped, φρούριον Str.6.1.5; with three peaks, ὄρος Id.9.2.34, Polyaen.1.1.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois sommets.
Étymologie: τρεῖς, κορυφή.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠφος: -ον, ὁ τρεῖς ἔχων κορυφάς, τρικόρυφον δ’ ἐστὶ τὸ φρούριον (δηλ. ἡ Πανδοσία) Στράβ. 256· «Πανδοσία, φρούριον ἐρυμνὸν καὶ τρικόρυφον» Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ. Πανδοσία.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικόρωφος, -ον, ΝΑ, και τρίκορφος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρεις κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυφος / -κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι-κόρυφος / δί-κορφος].

Greek Monotonic

τρῐκόρῠφος: -ον (κορυφή), αυτός που έχει τρεις κορυφές, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠφος, ον, κορυφή
three-topped, Strab.

German (Pape)

dreigipfelig, dreispitzig, Geop.