φιλεράστρια
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ἡ, amorous, AP5.3 (Phld.), 10.18 (Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 1276] ὴ, bes. fem. zu φιλέραστος, Freundinn von Liebschaften; Philod. 17 (V, 4); M. Argent. in Paradip. 108 (X, 18).
Russian (Dvoretsky)
φιλεράστρια: adj. f дорогая для влюбленных (Κύπρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεράστρια: ἡ, φίλη τῶν ἐρώτων, Ἀνθ. Παλ. 5. 4., 10. 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλεραστής.