ψωμοκόλαξ

Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, flatterer for morsels of bread, parasite, Ar.Fr.167 (anap.), Philem.8, Sannyr.10:—hence ψωμοκολακεύω, Philippid.8.

German (Pape)

[Seite 1406] ακος, ὁ, ein Bissenschmeichler, d. i. Schmarotzer; comic. bei Ath. VI, 261 f; Philippds. in B. A. 116 u. Phot.

Russian (Dvoretsky)

ψωμοκόλαξ:лизоблюд, прихлебатель Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων χάριν τεμαχίων ἄρτου, παράσιτος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ψωμοκόλαξ δ’ ἔσθ’ οὑτοσὶ Φιλήμων ἐν «Ἀνανεουμένῃ» 1· φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· - ψωμοκολᾰκεύω, ψωμοκολακεύων καὶ παρεισιὼν ἀεὶ Φιλιππίδης ἐν «Ἀνανεώσει» 4.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «κομμάτι, μπουκιά» + κόλαξ, -ακος].