σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
P. and V. λαμπρός, σεμνός, εὐπρεπής, Ar. and P. μεγαλοπρεπής.
preeminent: P. and V. ἐκπρεπής, διαπρεπής, περιφανής, V. ἔξοχος.