μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: ἐκτέατο | Medium diacritics: ἐκτέατο | Low diacritics: εκτέατο | Capitals: ΕΚΤΕΑΤΟ |
Transliteration A: ektéato | Transliteration B: ekteato | Transliteration C: ekteato | Beta Code: e)kte/ato |
Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.
v. κτάομαι.
ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.
ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.
ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.