ἐπικράτησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41. II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21. III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, das Überwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.
Greek Monotonic
Middle Liddell
ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.