ἱπποκενταύρειος
From LSJ
εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly
English (LSJ)
α, ον, of a centaur, S.E.M.9.125.
German (Pape)
[Seite 1260] die folgdn betreffend, πράγματα Sext. Emp. adv. phys. 1, 125.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκενταύρειος: гиппокентаврский (πράγματα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κένταυρον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 125.
Greek Monolingual
ἱπποκενταύρειος, -α, -ον (Α) ιπποκένταυρος
αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο.