ῥύψις

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ῥύπτω) cleansing, purifying, Pl.Ti.65e, Ti.Locr.100e.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, die Reinigung, Plat. Tim. 65 a.

Russian (Dvoretsky)

ῥύψις: εως ἡ очистка, очистительное действие Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύψις: ἡ, (ῥύπτω) «κάθαρσις, καθαρισμὸς» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Τίμ. 65Ε, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α ῥύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρύπτω, το πλύσιμο, ο καθαρισμός.