ὠτώεις

Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εσσα, εν, poet. Adj. with ears or handles, τρίπους Il.23.264,513, Hes.Op.657. (The older form οὐατόεις [[[quod vide|q.v.]]] may originally have stood here, but has left no trace in codd.)

French (Bailly abrégé)

ώεσσα, ῶεν;
garni d’anses.
Étymologie: οὖς.

Russian (Dvoretsky)

ὠτώεις: ώεσσα, ῶεν οὖς снабженный ушками или ручками (τρίπους Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠτώεις: εσσα, εν, ποιητ. ἐπίθ., ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβάς, τρίπους Ἰλ. Ψ. 264, 513, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 655.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (οὖς): with ears or handles, Il. 23.264 and 513.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί», επικ. τ. του οὐατόεις].

Greek Monotonic

ὠτώεις: -εσσα, -εν (οὖς, ὠτός), ποιητ. επίθ., αυτός που έχει αυτιά ή λαβές, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

ὠτώεις, εσσα, εν [οὖς, ὠτός
poet. adj. with ears or handles, Il., Hes.

German (Pape)

εσσα, εν, geöhrt, mit Ohren, Griffen, Henkeln, τρίπους, Il. 23.264, 513, Hes. O. 659.