βρίμωσις
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
εως, ἡ, indignation, Phld.Ir.p.26 W.: pl., ib.p.52 W.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
indignación ὡσπερεὶ συνκείμενον ἐξ ... βριμώσεως καὶ δεινῆς ἐπιθυμίας Phld.Ir.8.24, cf. 24.23.
Greek (Liddell-Scott)
βρίμωσις: -εως, ἡ ἀγανάκτησις, Φιλόδημ. ἐν Ἡρακλεωτ. Κυλίνδρ. 1. 50.
German (Pape)
[ῑ], ἡ, das Zornschnauben, Philodem.