διαρτύω
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
dress, prepare: metaph., πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.p.248D.
Spanish (DGE)
diseñar, preparar πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.48.2
•preparar, aderezar μυρεψικὸν δὲ οἶνον καλεῖ τὴν τῇ θείᾳ χάριτι διηρτυμένην διδασκαλίαν Thdt.M.81.201B, cf. 41A.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτύω: κοσμῶ, καταρτίζω, Βυζ.