ἀβοσκής
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἀβοσκές, (βόσκω) unfed, fasting, Nic.Th.124.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ]
que no ha comido, privado de alimento Nic.Th.124.
German (Pape)
[Seite 3] Nic. Ther. 124, der nicht gefressen hat.