ἀδιάπταιστος
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
ον, = ἀδιάπτωτος, Iamb.Protr.21. κδ, cf. Hierocl. Prov.p.463B.
Spanish (DGE)
-ον
I 1infalible Iambl.Protr.21, Hierocl.Prou. en Phot.p.463b.9.
2 seguro, duradero βίος Sch.Pi.N.7.144a, como pred. (θεὸς) ἀδιάπταιστόν σοι τὴν εὐδαιμονίαν φυλάττει Sch.Pi.O.1.171a.
II adv. -ως de manera infalible Procl.in Ti.1.193.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπταιστος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, Ἰαμβλ. Προτρ. 360.
German (Pape)
unfehlbar, Sp.