ἀγρυπνητήρ
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἀγρυπνητῆρος, ὁ, watcher, Man.1.81.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ vigilante Man.1.81.
German (Pape)
[Seite 24] ὁ, Man. 1, 81, der Wachende.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρυπνητήρ: ῆρος, ὁ, νυκτοφύλαξ, Μανέθ. 1. 81· ἐν Γλ., ἀγρυπνητής.