creador
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Spanish > Greek
ἀναγεννητικός, ἀποτελεσματικός, γενάρχης, γενεσιάρχης, γενεσιουργός, γενετήρ, γενέτης, γενέτωρ, γεννησιουργός, γεννητήρ, γεννήτωρ, δημιουργητικός, δημιουργικός, δημιουργός