alfarero
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Spanish > Greek
ἀγγειουργός, δημιουργός, καμινεύς, καμινευτήρ, καμινεύτρια, κεραμεύς, κεραμοπλάστης, κεραμοποιός, κεραμοτήξ, λεπτοκεραμεύς, ὀστρακᾶς, ὀστρακεύς, ὀστρακοποιός, πηλοπλάθος, πλαστικάριος, φουρνοπλάστης, χυτρεύς