regulate
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Ar. and P. διοικεῖν, ταμιεύειν, P. and V. οἰκεῖν, νέμειν, Ar. and V. ἁρμόζειν, V. νωμᾶν, πορσύνειν; see manage, govern.
fix, appoint: P. and V. τάσσειν, προστάσσειν.
we cannot regulate the extent to which we wish our empire to reach: P. οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν (Thuc. 6, 18).
arrange in order: P. διατάσσειν, V. στοιχίζειν, διαστοιχίζεσθαι, διασταθμᾶσθαι.