λίκνο
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
Greek Monolingual
το (Α λίκνον και λεῖκνον)
κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος
νεοελλ.
1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού»)
2. φρ. «από του λίκνου» — από κούνια, από τη βρεφική ηλικία
αρχ.
ευρύ κάνιστρο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι και το τίναζαν ψηλά προς τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λικμώ].