Αἰγυπτιακός
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the Egyptians, Ath.4.15oc, etc.: Αἰγυπτιακά, τά, title of works by Hellanicus and others, Id.15.679f, etc.; by Manetho, J. Ap.1.14.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγυπτιακός: ή, όν ἀνήκων εἰς ἢ ἐπιτήδειος διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, Πλουτ. κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.