Αἰγυπτιακός

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰγυπτιακός Medium diacritics: Αἰγυπτιακός Low diacritics: Αιγυπτιακός Capitals: ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Aigyptiakós Transliteration B: Aigyptiakos Transliteration C: Aigyptiakos Beta Code: *ai)guptiako/s

English (LSJ)

Αἰγυπτιακή, Αἰγυπτιακόν, of or for the Egyptians, Ath.4.15oc, etc.: Αἰγυπτιακά, τά, title of works by Hellanicus and others, Id.15.679f, etc.; by Manetho, J. Ap.1.14.

Spanish (DGE)

-ή, -ον
1 egipcio, propio de los egipcios γένος D.S.1.55, cf. Ath.150c, πρόσωπον POxy.237.7.34 (II d.C.), διαλαλιά Mitteis Chr.319.69 (VI d.C.)
subst. τὸ Αἰγυπτιακόν = lo egipcio, el carácter o forma de ser de los egipcios Ph.1.310, 2.519
plu. τὰ Αἰγυπτιακά = Cuestiones Egipcias tít. de obras de Manetón, I.Ap.1.74, y de otra de Helánico, Ath.679f.
2 adv. Αἰγυπτιακῶς = en lengua egipcia συνεγράψατο ... Ἑλληνικῶς τε καὶ Αἰγυπτιακῶς Epiph.Const.Haer.67.3.7, cf. Heph.Astr.Epit.4.20.1, Sch.A.Pr.805H.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Αἰγύπτιος.

Russian (Dvoretsky)

Αἰγυπτιακός: Plut. = Αἰγύπτιος I.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰγυπτιακός: ή, όν ἀνήκων εἰς ἢ ἐπιτήδειος διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, Πλουτ. κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monotonic

Αἰγυπτιακός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αιγυπτίους, σε Λουκ.

Middle Liddell

of or for the Egyptians, Plut., etc.